Σκοπός της διπλωματικής εργασίας είναι η διερεύνηση κατανομής βαρίου σε θερμομεταλλικού τύπου και στην συνέχεια σε ιαματικά ύδατα του ελληνικού χώρου. Το βάριο εντοπίζεται στα ύδατα γενικά ως ιχνοστοιχείο και δεν έχει διευκρινιστεί απολύτως η επικινδυνότητα του για την ανθρώπινη υγεία. Παρόλα αυτά, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας δεν συνιστά να καταναλώνεται νερό, που περιέχει βάριο σε συγκέντρωση μεγαλύτερη από 1.3 mg/L. Οι θερμομεταλλικές, αλλά κυρίως, οι ιαματικές πηγές ανέκαθεν υπήρξαν πόλος έλξης σε όλους τους λαούς, λόγο των συγκεκριμένων τους ιαματικών ιδιοτήτων. Στην Ελλάδα, υπάρχουν πολυάριθμες θερμομεταλλικές πηγές και συγκριτικά πολύ λιγότερες ιαματικές πηγές. Η χώρα μας, βρίσκεται σε μία περιοχή στην οποία υπάρχει έντονη τεκτονική και ηφαιστειακή δραστηριότητα. Πέραν των ηφαιστείων, τα ρήγματα αποτελούν τον κατεξοχήν παράγοντα δημιουργίας θερμομεταλλικών πηγών. Την ιδιότητα των νερών να ιαίνουν τους οργανισμούς, πέρα από την αυξημένη κατά περίπτωση θερμοκρασία την προκαλούν συγκεκριμένα χημικά στοιχεία, τα οποία βρίσκονται στο νερό σε αυξημένες συγκεντρώσεις. Εκτός από τις πηγές, ανάλογο χαρακτήρα έχουν οι γεωτρήσεις ανά την επικράτεια, των οποίων τα ύδατα έχουν παραπλήσιες θερμομεταλλικές και ιαματικές ιδιότητες. Πέραν από την παρουσίαση των γενικά αποδεκτών μηχανισμών δημιουργίας θερμομεταλλικών υδάτων και μεθόδου επίσημης αναγνώρισης από το ελληνικό κράτος ιαματικών φυσικών πόρων, στην παρούσα διπλωματική εργασία γίνεται διερεύνηση κατανομής βαρίου σε ύδατα πηγών και γεωτρήσεων ανά την επικράτεια της χώρας που έχουν ιαματικό χαρακτήρα. Για να θεωρηθεί ένα νερό ότι οφείλει τον ιαματικό χαρακτήρα του στο βάριο, χρειάζεται να υπάρχει βάριο, σε συγκέντρωση μεγαλύτερη από 5 mg/L.Η συλλογή και επεξεργασία των δεδομένων που χρησιμοποιήθηκαν έγινε από την βάση δεδομένων του ΙΓΜΕ καθώς και από δεδομένα τα οποία συλλέχθηκαν από δημοσιευμένα επιστημονικά άρθρα καθώς και τα δημοσιευμένα ΦΕΚ των αναγνωρισμένων ιαματικών πηγών της χώρας. Στα δεδομένα αυτά, με έμφαση στο στοιχείο βάριο, μελετήθηκε η συγκέντρωση του στο δείγμα και η συσχέτιση του με άλλα στοιχεία. Παράλληλα, συγκρίθηκε το pH των υδάτων στα οποία εντοπίστηκε αυξημένη συγκέντρωση βαρίου. Πιο συγκεκριμένα, από τη μελέτη και επεξεργασία των δεδομένων προκύπτει ότι το βάριο στις περισσότερες πηγές και γεωτρήσεις υπάρχει σε ελάχιστες συγκεντρώσεις. Από το σύνολο των δεδομένων, μόνο στα 9 (8.7% επί του συνόλου) εντοπίστηκε συγκέντρωση βαρίου που να ξεπερνά το 1 mg/L. Στα δείγματα με τη μεγαλύτερη συγκέντρωση βαρίου έγινε σύγκριση με το pH του νερού. Όλα τα δείγματα είχαν pH που προσέγγιζε το 7, δηλαδή ουδέτερα. Πέραν από τον υπολογισμό της κατανομής των θερμοκρασιών υπολογίστηκε ο συντελεστής συσχέτισης του βαρίου με άλλα χημικά στοιχεία και ενώσεις. Οι μεγαλύτερες συγκεντρώσεις βαρίου σε ύδατα έχουν μετρηθεί στις πηγές και γεωτρήσεις των χωριών Ψαρόθερμα Έβρου, στα Θερμά Σαμοθράκης, στον Τρύφο και Ψανή Αιτωλοακαρνανίας, στην Υπάτη Φθιώτιδος και στα Σελιανίτικα Αχαΐας, στην οποία εντοπίστηκε η μεγαλύτερη τιμή.