Η παρούσα μελέτη, εξετάζει αντιπροσωπευτικές θεωρήσεις για το σώμα και το έδαφος, που διανοίγουν τα στερεοτυπικά όριά τους, συναρμόζοντάς τα σε νέες εννοιολογικές, χωρικές και οικολογικές συσχετίσεις. Εστιάζει σε υλικές και πορώδεις σχέσεις ανάμεσα στα επικείμενα ζητήματα και στα όρια του σχεδιασμού. Εργαλείο διαχείρισης, αποτελεί η έννοια της διάνοιξης, που συμπαρασύρει μια σειρά από επιπλέον έννοιες όπως οι: τομή, διάτρηση, διάσπαση, αλλά και σύζευξη και συναρμογή.Ακολουθείται μια πορεία ανάλυσης, από την ανατομή των σωματικών στρωμάτων, μέχρι την εξερεύνηση του γεωλογικού υποστρώματος και το άνοιγμα της οικολογικής σκέψης, μέσα από αλληλοτεμνόμενες θεωρητικές αναζητήσεις μεταξύ χαρακτηριστικών φιλοσοφικών και αρχιτεκτονικών αποσκευών, που χαρτογραφείται σε τρεις διακριτές ενότητες: Η πρώτη ενότητα, προσεγγίζει σαρκικές δυνατότητες που αναδύονται από την διάνοιξη της επιφάνειας του δέρματος. Η ανατομική πρακτική κατά την περίοδο της Αναγέννησης, με κύριο εκπρόσωπο τον Andreas Vesalius, εξετάζεται ως μια νέα στιγμή κατανόησης για το σώμα και την αρχιτεκτονική η οποία κινητοποίησε το ενδιαφέρον για την ανατομική τομή. Μέσα από διασχίσεις του φιλοσοφικού έργου των Maurice Merleau-Ponty, George Bataille, και Antonin Artaud, εξετάζεται το σώμα σε οριακές συνθήκες, σε σχέση με την ιδεατή του αναλογία ως πρότυπο για την αρχιτεκτονική και τη σκέψη. Η έννοια της σωματικότητας, μελετάται ως μια συνεχώς αναδυόμενη, ανοιχτή και χωρίς σαφή όρια εμπειρία, που μπορεί να διανοίξει δυνατότητες για μια αποσπασματική και δυναμική σχέση με τον χώρο, όπως αυτή που υιοθετείται στο αρχιτεκτονικό έργο των Morphosis. Η δεύτερη ενότητα, αναλαμβάνει ένα πέρασμα από τη σωματική στην εδαφική διάνοιξη, με στόχο την ανάγνωση της υλικής και ρευστής διάστασης των εδαφών και της σχέσης τους με την διεύρυνση των ορίων ενός σώματος. Σε αυτό το πλαίσιο, η εδαφική διάνοιξη είναι γεωλογικά προσανατολισμένη και αφορά μια υπόγεια πολυπλοκότητα, μια διάτρηση, που αναιρεί τα καθιερωμένα εδάφη, τοποθετώντας πρώτα την αν-εδαφικότητα, καλώντας για μια πιο ριζοσπαστική οικολογική σκέψη για την αρχιτεκτονική. Τόσο τα φυσικά, όσο και τα νοητικά εδάφη, αποτελούμενα από πολύπλοκα πλέγματα σχέσεων αναλύονται μέσα από το έργο των στοχαστών Manuel De Landa, Gilles Deleuze & Félix Guattari, και Reza Negarestani. Τα εδάφη, ως τόποι απροϋπόθετης συνάντησης ανάμεσα σε εμάς και τις υλικές διεργασίες της γης ερευνώνται στο έργο των αρχιτεκτόνων Νέλλα Γκόλαντα και Ασπασίας Κουζούπη καθώς και του Χρήστου Παπούλια. Η τρίτη ενότητα, ερευνά πώς το αποδιαρθρωμένο σώμα και το αποσπασματικό έδαφος των δύο προηγούμενων ενοτήτων, επαναδιατυπώνουν την σχέση ανάμεσα σε ορυκτά, φυτικά και ζωικά σώματα, στα πλαίσια μιας αναζήτησης σχετικά με τη σύγχρονη περιβαλλοντική και γεωλογική υποβάθμιση. Οι γεωδιαδικασίες της γης, αδιαχώριστες από την ανθρώπινη παρουσία και δράση, προτείνουν ένα νέο έδαφος, που αμφισβητεί την πρωτοκαθεδρία της «φύσης», επαναπροσδιορίζοντας τις υλικές και σωματικές σχέσεις ανάμεσα σε άνθρωπο, περιβάλλον και γήινα πλάσματα. Εισάγεται η σκέψη της φεμινίστριας θεωρητικού Donna Haraway, σχετικά με τη διαδικασία επανα-κοσμοποίησης της γης, μέσα από βιολογικούς και γεωλογικούς όρους. Σε μια απόπειρα έκθεσης ανοιχτών χειρισμών σώματος-εδάφους που διέπονται από υλικές διασυνδέσεις, η ενότητα ολοκληρώνεται με το παράδειγμα των αρχιτεκτόνων Anuradha Mathur και Dilip da Cunha, καθώς και του καλλιτέχνη Alberto Burri, που προτείνουν μια εκ νέου σύλληψη της σχέσης μεταξύ οικολογίας και αρχιτεκτονικής.