Το έργο με τίτλο Ανάλυση μαγνητοεγκεφαλογραφήματος με βάση την πολυπλοκότητα κωδικοποιημένων καταστάσεων από τον/τους δημιουργό/ούς Zoidis Nikolaos διατίθεται με την άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού 4.0 Διεθνές
Βιβλιογραφική Αναφορά
Νικόλαος Ζωϊδης, "Ανάλυση μαγνητοεγκεφαλογραφήματος με βάση την πολυπλοκότητα κωδικοποιημένων καταστάσεων", Διπλωματική Εργασία, Σχολή Ηλεκτρολόγων Μηχανικών και Μηχανικών Υπολογιστών, Πολυτεχνείο Κρήτης, Χανιά, Ελλάς, 2021
https://doi.org/10.26233/heallink.tuc.88597
Η Μαγνητοεγκεφαλογραφία (ΜΕΓ ή Magnetoencephalography – MEG) είναι μια σύγχρονη μη επεμβατική μέθοδος μέτρησης της νευροφυσιολογικής δραστηριότητας του εγκεφάλου μέσω των μαγνητικών πεδίων που παράγει κατά τη διάρκεια μιας εξωτερικής διέγερσης. Η ΜΕΓ έχει συμβάλει σημαντικά στην μελέτη και την κατανόηση των μηχανισμών και του τρόπου λειτουργίας του εγκεφάλου κατά την ομαλή του λειτουργία αλλά και σε περιπτώσεις όπου εμφανίζονται νευρολογικές, ψυχιατρικές ή εκφυλιστικές διαταραχές, θέματα που απασχολούν έντονα τον τομέα της Νευροεπιστήμης. Η παρούσα διπλωματική εργασία έχει ως στόχο την ανάλυση μαγνητοεγκεφαλογραφικών καταγραφών παιδιών με αναγνωστικές δυσκολίες (Reading Difficulties – RD) και παιδιών χωρίς αναγνωστικές δυσκολίες (Non Impaired – NI) και την εξαγωγή συμπερασμάτων σχετικά με τη λειτουργική συνδεσιμότητα περιοχών του εγκεφάλου των παιδιών αυτών. Για το σκοπό αυτό, αξιοποιήθηκαν μέθοδοι συμπίεσης ή κωδικοποίησης χρονικού σήματος σε χρονικό σήμα συμβόλων ή συμβολοσειρά, διευκολύνοντας την ερμήνευση της χρονικά καταγεγραμμένης πληροφορίας με ένα πεπερασμένο αριθμό συμβόλων. Για τον εντοπισμό της μη εγκεφαλικής δραστηριότητας στα δεδομένα χρησιμοποιήθηκαν η μέθοδος Ανάλυσης Ανεξάρτητων Συνιστωσών (ICA) καθώς επίσης και μετρικές από τον χώρο της Θεωρίας Πληροφορίας έπειτα από μια κατάλληλη διαδικασία προεπεξεργασίας των σημάτων. Στη συνέχεια τα δεδομένα αναλύθηκαν σε οκτώ διαφορετικούς εγκεφαλικούς ρυθμούς. Έπειτα κωδικοποιήθηκαν με τον αλγόριθμο Neural Gas και στα κωδικοποιημένα, πλέον, δεδομένα έγινε εφαρμογή των μετρικών της αμοιβαίας πληροφορίας και του βαθμού συνδεσιμότητας. Στα αποτελέσματα των μετρικών αυτών εφαρμόστηκε στατιστική ανάλυση ώστε να εντοπιστούν στατιστικά σημαντικές διαφορές ανάμεσα στις δυο ομάδες παιδιών. Οι διαφορές αυτές επιβεβαιώνουν ευρήματα της σχετικής βιβλιογραφίας και καταδεικνύουν κάποια δυσλειτουργία στην επικοινωνία των δύο ημισφαιρίων, καθώς παρατηρείται μείωση του συγχρονισμού και της συνδεσιμότητας στην RD ομάδα.