Στόχος της παρούσας διπλωματικής εργασίας ήταν η εκτίμηση της ποιότητας βιοεξανθρακωμάτων, τα οποία έχουν παραχθεί μέσω της διαδικασίας της πυρόλυσης, κυρίως ως βελτιωτικά εδάφους. Η εκτίμηση αυτή έγινε μέσω μιας σειράς πειραμάτων έκπλυσης στηλών, που περιείχαν έδαφος από την περιοχή Αγιάς Χανίων, κομπόστα από τη Διαδημοτική Επιχείρηση Διαχείρισης Στερεών Αποβλήτων (ΔΕΔΙΣΑ) Χανίων, λίπασμα, βιοεξανθράκωμα στέμφυλων και βιοεξανθράκωμα λυματολάσπης χοιροστασίου, με διαφορετικούς συνδυασμούς και ποσότητες σε κάθε στήλη. Τα εκπλύματα συλλέγονταν για διάφορες αναλύσεις όπως μέτρηση του pH, της ηλεκτρικής αγωγιμότητας (EC), του χημικώς απαιτούμενου οξυγόνου (COD), των φαινολών, των νιτρικών και φωσφορικών ιόντων, καθώς και των ανόργανων στοιχείων και βαρέων μετάλλων.Σε όλα τα υδατικά εκχυλίσματα από μείγματα εδάφους, κομπόστας και βιοεξανθρακωμάτων, το pH αυξήθηκε με τον χρόνο εκχύλισης, χαρακτηρίζοντάς τα αλκαλικά, ενώ η ηλεκτρική αγωγιμότητα μειώθηκε. Το βιοεξανθράκωμα στέμφυλων έδωσε παρόμοια αποτελέσματα με αυτά της κομπόστας συγκέντρωσης 100g/kg. Η προσθήκη κομπόστας αύξησε τις συγκεντρώσεις των νιτρικών και φωσφορικών ιόντων, των θρεπτικών στοιχείων νατρίου, καλίου, μαγνησίου, ασβεστίου και σιδήρου στα εκπλύματα, αλλά και γενικά όλων των βαρέων μετάλλων. Με την προσθήκη βιοεξανθρακώματος λυματολάσπης στο έδαφος, οι ποσότητες των νιτρικών και φωσφορικών ιόντων, των φαινολών και όλων των μετάλλων που εκχυλίστηκαν ήταν χαμηλές. Το βιοεξανθράκωμα από στέμφυλα θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως βελτιωτικό εδάφους αντί της κομπόστας, ενώ το βιοεξανθράκωμα από λυματολάσπη σε συνδυασμό με αυτή. Παρουσία κομπόστας και τα δύο βιοεξανθρακώματα συγκρατούν τα θρεπτικά στοιχεία για τα φυτά, καθώς και τα βαρέα και τοξικά μέταλλα, η συγκέντρωση των οποίων στα εκπλύματα που μελετήθηκαν ήταν μικρότερη του επιτρεπτού ορίου για εφαρμογές σε εδάφη.