Οι τελευταίες εξελίξεις στο χώρο των συσκευών υπερφασματικής απεικόνισης όπως η ταχύτητα λειτουργίας, το μέγεθος, η ακρίβεια μέτρησης και η ευκολία χρήσης, έχει οδηγήσει στην αξιοποίησή τους από ένα ευρύ πεδίο εφαρμογών. Η χρωματική αναπαραγωγή αποτελεί μία κρίσιμης σημασίας διαδικασία αφού το χρώμα χρησιμοποιείται από μεγάλο πλήθος εφαρμογών ώστε να επικοινωνηθεί πληροφορία. Η σύλληψη του χρώματος είναι η πρώτη και ενδεχομένως η κυριότερη από όλες τις διαδικασίες που προηγούνται της αποτύπωσής του. Για να επιτευχθούν υψηλές επιδόσεις στην επεξεργασία και απόδοση του χρώματος η πηγαία του μορφή θα πρέπει να είναι όσο το δυνατόν καλύτερη. Σε αυτή την εργασία, εξετάστηκε και αξιολογήθηκε η ικανότητα σύλληψης χρώματος από συσκευές λήψης εικόνας. Με την εφαρμογή πειραμάτων βασισμένα σε τυποποιημένες μεθόδους καταφέραμε να συγκρίνουμε το πλήθος των ψηφιακών χρωματικών δεδομένων σε σχέση με τις χρωματισμούς που ο μέσος άνθρωπος μπορεί να διακρίνει. Προτάθηκε μία τροποποίηση βασισμένη στην φασματική ανάλυση για τη βελτίωση της χρωματικής σύλληψης συμβατικών συστημάτων όπως μίας τριχρωματικής κάμερας. Αυτή η τροποποίηση πέτυχε τα καλύτερα αποτελέσματα σχετικά με τη σχηματική συμφωνία και και το μέγεθος της κοινής περιοχής μεταξύ του τροποποιημένου χρωματικού χώρου της κάμερας και αυτού του ανθρώπινου ματιού. Επιπλέον προτάθηκε μία νέα διαδικασία για τον υπολογισμό του χρωματικού εύρους ενός υπερφασματικού απεικονιστή. Με τη χρήση αυτής της μεθόδου, η μέτρηση και η βελτίωση του χρωματικού χώρου μιάς υπερφασματικής συσκευής καθίσταται δυνατή. Τα αποτελέσματα αυτής της εργασίας κάνουν ξεκάθαρη την κυριαρχία της υπερφασματικής απεικόνισης - έναντι των συμβατικών έγχρωμων καμερών - στη σύλληψη και διασύνδεση της χρωματικής πληροφορίας.