Η παρούσα εργασία ασχολείται με την μελέτη του σταδίου της εγκατάλειψης των κτηρίων, που μετεωρίζεται μεταξύ «έμβιου» κτηρίου (κτήριο με χρήση) και ερειπίου. Πιο συγκεκριμένα, αντικείμενο της εργασίας είναι η αυτονόμηση της εγκατάλειψης, ως περιόδου ύπαρξης των κτηρίων με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, όπου ως πρωταρχική τους αρετή οφείλει να συνεχίσει και να τροφοδοτείται. Σκοπός της είναι η ταύτιση του σταδίου της εγκατάλειψης ενός κτίσματος με τον μεταφορικό θάνατο του ή έστω με την αρχή του, καθώς και η ερμηνεία των επιπτώσεων, που φέρει στον άνθρωπο η επίσκεψη σε αυτόν, έτσι ώστε να διερευνηθεί κατά πόσον μπορεί να αποτελέσει αξία αυτόνομη στην συνείδησή μας. Η εγκατάλειψη εμφανίζεται ως ένας ανεστραμμένος κόσμος, στον οποίο λαμβάνει χώρα η απουσία, η οποία μεταμορφώνεται στην μοναδική πραγματική παρουσία για τον επισκέπτη του και μέσα σε αυτόν διερευνάται το Είναι του ανθρώπου. Στο εγκαταλελειμμένο κτίσμα γεννάται μία ιδιαίτερη ατμόσφαιρα, η οποία περιβάλλει τις αισθήσεις, τη σκέψη και τη φαντασία του ανθρώπου κατά την επαφή του με αυτό. Εντός του έρχεται αντιμέτωπος με τη διάσταση του άχρονου, όχι μιας εκτός χρόνου διάστασης, αλλά μια συγχρονικότητα, δηλαδή μία ιδιαίτερη έκφραση της ίδιας της χρονικότητας. Μέσα από αυτό το προσωπικό του βίωμα, ψηλαφεί το Είναι του σε σχέση με τον περιβάλλοντα κόσμο, μέσω του φαινομένου της συνεχούς επαγρύπνησης, που αναδύεται από την αποκάλυψη του είναι – προς – το – θάνατο.