Το έργο με τίτλο Ανάλυση επικινδυνότητας από παλιρροιακά κύματα τσουνάμι για τα νησιά της Κρήτης και της Ρόδου από τον/τους δημιουργό/ούς Flouri Evaggelia διατίθεται με την άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού 4.0 Διεθνές
Βιβλιογραφική Αναφορά
Ευαγγελία Φλουρή, "Ανάλυση επικινδυνότητας από παλιρροιακά κύματα τσουνάμι για τα νησιά της Κρήτης και της Ρόδου", Διδακτορική Διατριβή, Σχολή Μηχανικών Περιβάλλοντος, Πολυτεχνείο Κρήτης, Χανιά, Ελλάς, 2017
https://doi.org/10.26233/heallink.tuc.76331
Ιστορικές αναϕορές και αρκετές επιστημονικές μελέτες μαρτυρούν πολλά παλιρροϊκά κύματα που έπληξαν το Αιγαίο στο παρελθόν. Η πιο γνωστή αναϕορά για τσουνάμι έγινε από τον Μαρινάτο (1939), ο οποίος ισχυρίστηκε ότι ένα τσουνάμι που πυροδοτήθηκε από την έκρηξη του ηϕαιστείου της Θήρας το 1620 π.Χ. προκάλεσε την κατάρρευση του μινωικού πολιτισμού στην Κρήτη. Στους ιστορικούς και νεότερους χρόνους, δυο από τους ισχυρότερους σεισμούς στη Μεσόγειο το 365 και το 1303 μ.Χ., με μεγέθη Mw > 8, εκτιμάται ότι είχαν επίκεντρα κοντά στην Κρήτη και τη Ρόδο και αμϕότεροι προκάλεσανκαταστροϕικά κύματα τσουνάμι. Τέτοια μεγάλα γεγονότα είναι σχετικά σπάνια καιακραία ϕαινόμενα με μικρή πιθανότητα εμϕάνισης, αλλά η ύπαρξη του Ελληνικού τόξου καθώς και η γενικότερη υψηλή σεισμικότητα της Ελλάδας, καθιστούν τον κίνδυνο από τσουνάμι υπαρκτό. Επιπλέον, σήμερα η οικιστική, εμπορική και τουριστική ανάπτυξη των παράκτιων περιοχών είναι πολύ μεγαλύτερη από ό,τι στο παρελθόν, και επομένως πολύ μικρότερα γεγονότα θα μπορούσαν να έχουν σημαντικό αντίκτυπο.Η παρούσα μελέτη στοχεύει στην εκτίμηση του κινδύνου από κύματα τσουνάμι γιατα μεγαλύτερα νησιά του Νοτίου Αιγαίου, την Κρήτη και τη Ρόδο, χρησιμοποιώντας σύγχρονες μεθοδολογίες που βασίζονται στην αριθμητική προσομοίωση και στην υπολογιστική εκτίμηση της πλημμύρας.Για το σκοπό αυτό, χρησιμοποιήθηκε το υπολογιστικό μοντέλο MOST (Method ofSplitting Tsunami) των Titov και Synolakis (1998), το οποίο έχει δοκιμαστεί εκτεταμένα σε προβλήματα αναϕοράς και χρησιμοποιείται σήμερα από την υπηρεσία National Oceanic and AtmosphericAdministration (ΝΟΑΑ), για την υποστήριξη του Κέντρου Προειδοποίησης Τσουνάμι των ΗΠΑ, για τον Ειρηνικό Ωκεανό. Το συγκεκριμένο μοντέλο έχει τη δυνατότητα να προσομοιώνει όλες τις ϕάσεις του τσουνάμι, δηλαδή τη γένεση, τη διάδοση στην ανοικτή θάλασσα, και τέλος την αναρρίχηση του κύματος στην ακτή και τη διείσδυση στην ξηρά.Η αρχική ϕάση της γένεσης του τσουνάμι, απαιτεί ως αρχική συνθήκη την αναλυτική περιγραϕή της σεισμικής διάρρηξης. Για το σκοπό αυτό, ερευνήσαμε τη βιβλιογραϕία για πρόσϕατες μελέτες για την εκτίμηση εστιακών μηχανισμών (π.χ. Floyd et al, 2010) για πιθανά σεισμικά σενάρια στο Αιγαίο, τα οποία αναμένεται να έχουν σημαντική επίδραση στα δύο νησιά. Δοκιμάστηκαν τόσο πιθανοθεωρητικά σενάρια, όσο και μεγάλοι σεισμοί 5 κλειστής θάλασσας και πραγματοποιήθηκε πλήρης αριθμητική προσομοίωση όλων των σεναρίων με το MOST. Στη ϕάση της διάδοσης των κυμάτων στην ανοιχτή θάλασσα απαιτούνται ακριβή δεδομένα βαρυμετρίας και τοπογραϕίας με διάϕορες αναλύσεις, τα οποία συλλέχθηκαν από διάϕορες πηγές και διαμορϕώθηκαν σε κατάλληλα τηλεσκοπικά σύνολα δεδομένων που επικεντρώνονταν στα νησιά. Τέλος, για την τελική ϕάση της πλημμύρας απαιτείται λεπτομερές ψηϕιακό μοντέλο εδάϕους (Digital Elevation Model),βαθυμετρία και τοπογραϕία υψηλής ανάλυσης. Κατάλληλα ψηϕιακά μοντέλα αποκτήθηκαν ή παράχθηκαν για συγκεκριμένες περιοχές ενδιαϕέροντος, π.χ. μεγάλα αστικά κέντρα με σημαντική παράκτια υποδομή. Τα αποτελέσματα προσομοίωσης συλλέχθηκαν και επεξεργάστηκαν για να παράχθουν αναλυτικοί πλημμυρικοί χάρτες (inundation maps), ενώ στη συνέχεια «δείκτες καταστρεπτικότητας» (damage metrics) υπολογίσθηκαν για την μελέτη της επικινδυνότητας.Η επικινδυνότητα συνήθως ορίζεται ως η πιθανότητα καταστροϕής σαν αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης των ϕυσικών καταστροϕών και των συνθηκών τρωτότητας. Στοχέυοντας προς πιο ανθεκτικές κοινωνίες, Ewing και Synolakis (2010), η εστίαση πλέον αρχίζει να μετατοπίζεται από την αξιολόγηση των ϕυσικών καταστροϕών στην αξιολόγηση της ευπάθειας. Για την τρωτότητα των παράκτιων περιοχών από το τσουνάμι χρειάζεται να μελετηθούν η έκθεση και η ευπάθεια πλήθους κοινωνικο–οικονομικών στοιχείων και δομών, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται συνήθως ο πληθυσμός, τα κτίρια,και πλήθος άλλες υποδομές. Για το λόγο αυτό, συλλέχθηκαν κατάλληλα χωροχρονικά δεδομένα, από διαθέσιμες πηγές, επεξεργάσθηκαν μέσω γεωγραϕικών συστημάτων πληροϕοριών και συνδυάστηκαν με τα αποτελέσματα των αριθμητικών προσομοιώσεων για την παραγωγή αναλυτικών χαρτών επικινδυνότητας.Απώτερος στόχος της έρευνας είναι να παρέχει εκτιμήσεις που θα συμβάλλουν, όπου είναι δυνατόν, στη λήψη αποϕάσεων για κατάλληλη πρόληψη και βελτιστοποιημένη διαχείριση του κινδύνου, με στόχο τη βελτίωση της ανθεκτικότητας (resilience) των τοπικών κοινωνιών απέναντι στον κίνδυνο από τσουνάμι.