Ο χώρος και το φως αποτελούν δυο αλληλένδετα και άρρηκτα συνδεδεμένα στοιχεία στην αρχιτεκτονική σύνθεση. Αδιαμφισβήτητη είναι η συνεχής αλληλεπίδραση ανάμεσα στον άνθρωπο και στο χώρο καθώς επίσης και η απόδοση ποιότητας και ατμόσφαιρας στο χώρο μέσω του φωτός. Έτσι το φως δύναται να μεταμορφώνει δραματικά την ατμόσφαιρα κάθε εσωτερικού και εξωτερικού χώρου , με το πέρασμα του χρόνου, τη σκιά και τη διαφάνεια, τα χρωματικά φαινόμενα, την υφή, τα υλικά και τις λεπτομέρειες, δηλαδή να δημιουργεί ποιοτικές χωρικές αντιλήψεις και να συμβάλλει στην ανάπτυξη αισθήσεων, σκέψεων και συναισθημάτων.Το φως, πέρα από την έννοια του φυσικού φωτός, χρησιμοποιείται επίσης για την υποβολή συμβολισμών ή νοημάτων, αποτελώντας κατά αυτόν τον τρόπο φορέα πνευματικότητας, ιερότητας και δυναμικής της θρησκευτικής εμπειρίας. Ερμηνεύεται ως κάτι θεϊκό, αόρατο και άυλο στις περισσότερες θρησκείες. Παρά το γεγονός ότι το θεϊκό και το ορατό φως αποτελούν δύο διαφορετικές έννοιες, πολυάριθμοι αρχιτέκτονες χρησιμοποιούν το φυσικό φως με διάφορες τεχνικές σε ιερούς χώρους, ώστε να αποδώσουν μια διαφορετική ατμόσφαιρα, να προκαλέσουν δέος σεβασμό και πνευματική κατάνυξη.Στην παρούσα εργασία, θα μελετηθεί η απόδοση ατμόσφαιρας στο χώρο μέσω του χειρισμού του φωτός ∙ και πιο συγκεκριμένα θα αναλυθούν τρεις εκκλησίες του 20ου αιώνα , η Notre Dame du haut του Le Corbusier, η εκκλησία του φωτός του Tadao Ando και το παρεκκλήσι του Άγιου Ιγνάτιου του Steven Holl, ως προς την ατμόσφαιρά τους και την συνολική αντιμετώπισή τους έναντι του φυσικού φωτός. Τα εν λόγω κτήρια, φαινομενικά ανόμοια, ερευνώνται με κοινή συνιστώσα την απόδοση ιερότητας και ατμόσφαιρας στο χώρο ανεξάρτητα από τη θρησκευτική τους χρήση, μελετώνται ως ιεροί χώροι και όχι απαραίτητα θρησκευτικοί. Μπορεί λοιπόν ένας χώρος να είναι ιερός χωρίς να είναι θρησκευτικός;