Στην παρούσα εργασία με θέμα «Κούμοι –Κουρήτες της αρχιτεκτονικής» παρουσιάζεται ένα κομμάτι ενός ιστορικού οικιστικού συνόλου της ορεινής Κρήτης, τα χαρακτηριστικά του, οι παρεμβάσεις και οι επιδράσεις του ευρύτερου ανθρωπογενούς περιβάλλοντος στην εξελικτική του πορεία. Το θέμα εντάσσεται στο γενικότερο πεδίο των ζητημάτων της προστασίας της πολιτιστικής κληρονομίας, κυρίως όμως εκείνων που απαιτούν σύνδεση μεταξύ της ιδιομορφής του χθες με την ισοπεδωτική εξέλιξη του σύγχρονου πολιτισμού. Η ιδιαίτερη αξία των ξερολιθικών αυτών κτισμάτων που συναντάμε σήμερα σε αρκετές περιοχές της Μεσόγειου έγκειται ακριβώς στο γεγονός ότι έχουν ρίζες και ζωντανεύουν τους τρόπους με τους οποίους έκτιζε ο άνθρωπος στην αυγή της οικοδομικής του παράδοσης. Γενικότερα στην Κρήτη συναντάμε τέσσερις αρχιτεκτονικούς τύπους μεταξύ τωνοποίων οι πιο γνωστοί είναι με μορφή κόλουρου κώνου και τον ορθογώνιο. Οι κούμοι ή αλλιώς μιτάτα, αποτελούν γεωργοκτηνοτροφικά καταφύγια. Η αναφορά στη λέξη «μιτάτο» ανάγεται από την εποχή των βυζαντινών στο νησί και ως «metatum» την περίοδο της Ενετοκρατίας. Επί Τουρκοκρατίας αποτελούσαν κτίσματα –καταφύγια για τους επαναστάτες, αλλά είναι γνωστός και ο ρόλος τους και κατά την διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Το παλαιότερο υφιστάμενο κτίσμα ανάγεται από το 1841 και αποδεικνύεται από το ακιδογράφημα σε παραστάδα της εισόδου. Μετά το 1980, με την ανάπτυξη της βιομηχανίας πλέον, τα παραδοσιακά μιτάτα εγκαταλείπονται και ο χρόνος αρχίζει να μετρά αντίστροφα για αυτά τα καταλύματα. Η παρούσα μελέτη, με την εξέταση ενδεικτικών μιτάτων ως παραδείγματα, στην περιοχή του Οροπεδίου Ομαλού Χανίων, έχει στόχο καταρχήν να αναδείξει την απέριττη ομορφιά αυτών των αρχιτεκτονικών μνημείων, να απαντήσει σε διάφορα ερωτήματα που σχετίζονται με την αντοχή τους στο χρόνο, τη μελέτη και ανάλυση με σύγχρονες μεθόδους των επιλεγμένων υλικών και του δομικού τους συστήματος, καθώς επίσης και εάν και με ποιούς τρόπους τα μιτάτα θα μπορούσαν να αποκατασταθούν και να επαναχρησιμοποιηθούν από τους ιδιοκτήτες τους, χωρίς να διαφοροποιηθεί ή αλλοιωθεί η αρχιτεκτονική τους ταυτότητα. Η μελέτη διαρθρώνεται σε τρία μεγάλα μέρη που είναι και οι βασικοί παράγοντες που επηρέασαν και επηρεάζουν τους κούμους. Καταρχήν ο περιβάλλων χώρος (χλωρίδα, πανίδα, κλίμα). Στο δεύτερο μέρος υπεισέρχεται η παθολογία του κούμου ως κέλυφος κτίσματος (αρχιτεκτονική ταυτότητα, ανάλυση υλικών, ανάλυση δομικού συστήματος με την μέθοδο Πεπερασμένων Στοιχείων). Ως κατακλείδα γίνονται προτάσεις αποκατάστασης και επανάχρησης των κούμων με σκοπό την διαχρονική διάσωση τους.