Στη σημερινή εποχή, η επιλογή ενός βέλτιστου χαρτοφυλακίου αποτελεί ένα πολύ σοβαρό ζήτημα τόσο για τους επενδυτές, όσο και για τους χρηματοοικονομικούς συμβούλους. Οι επιχειρήσεις, όσο και οι επενδυτές αποφασίζουν να επενδύσουν τα χρηματικά τους διαθέσιμα σε διάφορους τίτλους των χρηματιστηριακών αγορών με σκοπό να αυξήσουν τα κέρδη τους. Αυτό γίνεται με τη σύνθεση χαρτοφυλακίων που ως στόχο έχουν να προσδώσουν στον κάτοχό τους τη μέγιστη αναμενόμενη απόδοση με τον ελάχιστο δυνατό κίνδυνο. Για την κατασκευή και την επιλογή ενός τέτοιου επενδυτικού χαρτοφυλακίου έχουν δημιουργηθεί αρκετά μοντέλα, τα οποία ποικίλουν ως προς τα αποτελέσματα που εξάγουν, με κοινό στοιχείο, ότι η βάση όλων είναι η θεωρία χαρτοφυλακίου που έχει προταθεί από τον Harry Markowitz. Κατά τη διαδικασία αυτή όμως, οι εμπλεκόμενοι δίνουν περισσότερο βαρύτητα είτε μόνο στην απόδοση του χαρτοφυλακίου, είτε μόνο στον κίνδυνο αυτού και όχι στο συνδυασμό αυτών των δύο όπως θα ήταν και το αναμενόμενο.Έτσι τα τελευταία χρόνια, έχει πραγματοποιηθεί μια πληθώρα ερευνών πάνω στο συγκεκριμένο θέμα που αφορά την επιλογή του βέλτιστου χαρτοφυλακίου, με την ιδιαιτερότητα ότι όλες απασχολούνται με ένα βασικό ζήτημα. Το ζήτημα αυτό είναι ότι εστιάζουν την προσοχή τους σε ένα μόνο χαρτοφυλάκιο, το οποίο θα τους αποδώσει την μέγιστη δυνατή απόδοση με τον ελάχιστο δυνατό κίνδυνο. Με άλλα λόγια, επιδιώκουν την κατασκευή ενός χαρτοφυλακίου ελαχίστου κινδύνου, χωρίς να ελέγχουν και άλλες πιθανές συνθέσεις χαρτοφυλακίων.Η συγκεκριμένη εργασία επιδιώκει να πάει ένα βήμα παρακάτω, καθώς μέσω της υλοποίησης διαφόρων εναλλακτικών μοντέλων, που έχουν σα στόχο την κατασκευή βέλτιστων επενδυτικών χαρτοφυλακίων, επιδιώκει την αξιολόγηση τους μέσω τριών δεικτών. Αυτό γίνεται συνυπολογίζοντας ταυτόχρονα την απόδοση και τον κίνδυνο και εξετάζοντας τα αποτελέσματα ενός πλήθους πιθανών περιπτώσεων χαρτοφυλακίων, τα οποία παράγονται από τα μοντέλα, και όχι ενός μόνο χαρτοφυλακίου. Πιο συγκεκριμένα, μέσω τεσσάρων μοντέλων βελτιστοποίησης κατασκευάζονται είκοσι βέλτιστα χαρτοφυλάκια, για κάθε μοντέλο, τα οποία αφορούν μετοχές του δείκτη S&P 500, για 42 χρονικές περιόδους, και συγκρίνονται τα αποτελέσματα τους μέσω των δεικτών. Οι δείκτες αυτοί αποτελούν μέτρα απόκλισης των πραγματικών αποτελεσμάτων από τα παραγόμενα από τα μοντέλα αποτελέσματα. Σαν σκοπό έχουν την αξιολόγηση των μοντέλων γενικά, καθώς επίσης βοηθούν και στην σύγκριση αποτελεσμάτων διαφόρων μοντέλων ίδιου τύπου.