Η παρούσα ερευνητική εργασία επιχειρεί την κατανόηση του ρόλου του υδάτινου στοιχείου ως εργαλείο σύνθεσης και ερμηνείας του αρχιτεκτονικού έργου. Αναζητείται δηλαδή ο τρόπος με τον οποίο το νερό εμπλουτίζει όχι μόνο μορφολογικά, αλλά και εννοιολογικά το φυσικό και αστικό τοπίο. Αρχικά, παρουσιάζεται το νερό στην όποια του μορφή, θάλασσα, λίμνη ή ποτάμι, ως κριτήριο για μόνιμη εγκατάσταση του ανθρώπου και δημιουργία πόλεων, αφού είναι πολύτιμο πρωτογενές υλικό, ρευστή δίοδος προς άλλα μέρη και τροφοδότης. Στο δεύτερο κεφάλαιο, γίνεται εμβάθυνση σε δύο διαφορετικά «υδάτινες» πόλεις. Σχολιάζεται η παρουσία του νερού αφενός, στη Ρώμη του μπαρόκ, ως εργαλείο δύναμης και αφετέρου στην επιπλέουσα Βενετία, ως αναγκαιότητα. Έπειτα, αναζητώντας τον προσδιορισμός της έννοιας σύγχρονο συντριβάνι ως απόσπασμα φύσης στο αστικό περιβάλλον, δημιουργείται το τρίτο κεφάλαιο. Οι συσχετισμοί της σύγχρονης κρήνης με την υδροφόρα πηγή, την πόλη και τις ποιότητές της, αποτελούν αφετηρίες σκέψης γύρω από τις έννοιες που το νερό αντιπροσωπεύει για την πόλη. Στο τέταρτο, κεφάλαιο αναλύονται παραδείγματα, τα οποία σχετίζουν το νερό με τις αισθήσεις μας και τα βιώματά μας. Πώς το νερό, είτε εν κινήσει σε μορφή βροχής, είτε στάσιμο, είτε ακόμα και με την υπόθεση ή ανάμνηση της παρουσίας του, σε συνδυασμό με την αρχιτεκτονική, επεμβαίνει στις αισθήσεις μας, μετατρέποντας φυσικές υποστάσεις σε συναισθησιακές καταστάσεις. Στο πέμπτο και τελευταίο κεφάλαιο παρουσιάζονται κτίρια-κέντρα εξουσίας και ο τρόπος του χρησιμοποιούν τα σχήματα του νερού ως καθρέφτη προς ανάδειξη ενός «άλλου» επιβλητικότερου εαυτού τους. Το υδάτινο στοιχείο δηλώνει παρόν σε όλα τα φάσματα της ανθρώπινης ζωής, ενώ ως συνθετικό εργαλείο αποτελεί μια πρόκληση για τους αρχιτέκτονες. Αυτή η έρευνα αποτέλεσε μια διαδρομή πάνω στη σχέση του νερού και της αρχιτεκτονικής, όπου το πρώτο αποτελεί ένα μέσο καταγραφής και αντανάκλασης ιδεών, έναν μηχανισμό παραγωγής και ερμηνείας του περιβάλλοντος χώρου.