Το Φραγκοκάστελλο είναι μεσαιωνικό κάστρο που χτίστηκε στο διάστημα 1371-74 από τους Βενετούς σε μια στενή παράκτια ζώνη στο νοτιοανατολικό τμήμα των Λευκών Όρεων, περίπου 12 χιλιόμετρα ανατολικά της Χώρας Σφακίων. Αυτό το τμήμα χαρακτηρίζεται από ένα έντονο μορφολογικό ανάγλυφο που η δημιουργία του καθορίστηκε από την κινητικότητα κανονικών ρηγμάτων με γενικές διευθύνσεις Α-Δ, ΒΒΑ-ΝΝΔ και ΒΒΔ-ΝΝΑ. Την περιοχή ενδιαφέροντος δομούν επιφανειακά ακολουθίες (κυρίως θαλάσσιες) του Τορτονίου, του Κάτω Πλειοκαίνου και του Κατώτερου Πλειστόκαινου. Από το Μέσο Πλειστόκαινο πολλαπλές συμφύσεις αλλουβιακών ριπιδίων κάλυψαν τόσο το αλπικό υπόβαθρο της ευρύτερης περιοχής που αποτελείται από τα μεταμορφωμένα πετρώματα της Ομάδας των Πλακωδών Ασβεστολίθων, της ενότητας Τρυπαλίου και της Φυλλιτικής Χαλαζιακής Σειράς καθώς και τους νεότερους σε ηλικία σχηματισμούς. Στρογγυλωμένα και γωνιώδη κλάσματα πετρωμάτων των αλπικών αλλά και μεταλπικών σχηματισμών που μεταφέρθηκαν και αποτέθηκαν εντός των διαφόρων τμημάτων των αλλουβιακών ριπιδίων αποτέλεσαν τους δομικούς λίθους για της κατασκευή του κάστρου. Το μικροκλίμα της περιοχής και η έντονη τεκτονική δραστηριότητα που σχετίζεται με σχετικά υψηλούς ρυθμούς ανύψωσης των ρηξιτεμαχών στην περιοχή, επηρέασαν καθοριστικά όχι μόνο την στατική του κάστρου αλλά και την αντοχή στην αποσάθρωση των δομικών του λίθων μετά την φυσική αποψίλωση μεγάλων τμημάτων του κονιάματος του εξωτερικού της τοιχοποιίας.Με βάση τα ανωτέρω στόχος της εργασίας αυτής αποτέλεσε αρχικά η συλλογή βιβλιογραφικών δεδομένων σχετικών με την στρωματογραφία και τεκτονική της περιοχής. Ο συνδυασμός αυτών των δεδομένων με εργασίες πεδίου βοήθησε στην ερμηνεία των αποτελεσμάτων γεωφυσικής διασκόπησης που πραγματοποιήθηκε εντός και πέριξ του κάστρου, για τον καθορισμό κυρίως ζωνών ασυνεχειών του ανθρακικού στρώματος πάχους μερικών μέτρων, πάνω στο οποίο εδράζεται το κάστρο. Τα αποτελέσματα που προέκυψαν συνδυαζόμενα με τα αποτελέσματα από την καταμέτρηση και στατιστική επεξεργασία των διαφόρων λιθολογικών τύπων των δομικών υλικών του κάστρου μπορούν να αποτελέσουν δεδομένα εισαγωγής μοντέλων στατικότητας, στα πλαίσια των προτάσεων συντήρησης και αποκατάστασης του μνημείου.