Η παρούσα εργασία διερευνά τη σχέση ανάμεσα στην τέχνη και την αρχιτεκτονική, εστιάζοντας στον τρόπο με τον οποίο οι καλλιτέχνες παρεμβαίνουν σε υφιστάμενα κτίρια και θολώνουν τα όρια μεταξύ χώρου, και έργου τέχνης. Μέσα από βιβλιογραφική ανάλυση και παραδείγματα πρακτικών, εξετάζεται πώς το κτίριο λειτουργεί είτε ως πεδίο καλλιτεχνικής δημιουργίας είτε ως υλικό σύνθεσης έργου τέχνης. Οι περιπτώσεις μετατροπής εγκαταλελειμμένων κτιρίων σε στούντιο (Warhol, Judd, Pollock, Λάππας, Βαρδέα) καταδεικνύουν τον χώρο ως τόπο παραγωγής και πειραματισμού, ενώ τα έργα των Smithson, Matta-Clark και Chinneck αναδεικνύουν τη μετατροπή ολόκληρων κελυφών σε καλλιτεχνικά αντικείμενα. Παράλληλα, εξετάζονται πρακτικές που εστιάζουν στο εσωτερικό των κτιρίων, δημιουργώντας site-specific εμπειρίες που ακυρώνουν ή ανατρέπουν την αρχική κατάσταση και λειτουργία τους. Η μελέτη διερευνά, επίσης, κατά πόσο αυτές οι παρεμβάσεις μπορούν να ενταχθούν στα πλαίσια της αρχιτεκτονικής πρακτικής της προσαρμοστικής επανάχρησης. Μέσα από αυτή τη διαδικασία ανακύπτουν κρίσιμα ερωτήματα σχετικά με τον τρόπο που η τέχνη μεταμορφώνει τον χώρο, πώς η αρχιτεκτονική μπορεί να λειτουργήσει ως υλικό δημιουργίας και πώς οι καλλιτέχνες αναπλαισιώνουν τα κτίρια, διαμορφώνοντας νέες σχέσεις ανάμεσα στην τέχνη, τον χώρο και την αρχιτεκτονική.