Στο άκρο του Πειραιά, εκεί όπου τα αρχαία τείχη της Ηετιώνειας Πύλης κάποτε λειτουργούσαν ως είσοδος για την πόλη, διαμορφώνεται ένα νέο τοπίο μετάβασης ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν. Το Καστράκι προσεγγίζεται όχι ως στατικό μνημείο αλλά ως ένα "πολύτοπο" εμπειρίας, μία σύνθεση από ανοιχτούς χώρους, ελεύθερη κυκλοφορία και διάλογο με το περιβάλλον. Η αρχιτεκτονική επέμβαση ξεκινά από το αρχαιολογικό όριο και εκτυλίσσεται ως γραμμική πορεία αποκάλυψης. Η διαδρομή λειτουργεί ως χωρικός κόμβος: ένας μηχανισμός σύνδεσης ετερόκλητων χωρικών εμπειριών με διαφορετικές χωρικές ποιότητες λειτουργώντας ως ενιαίο σύνολο. Οι χρήσεις ακολουθούν τον άξονα βορρά-νότου, από την πόλη στα αρχαία, ενώ η φύτευση ακολουθεί τον άξονα δύσης-ανατολής: από το πυκνό, μεσογειακό αστικό πράσινο στο πιο ήπιο, σχεδόν ερημικό τοπίο προς το υδάτινο στοιχείο του λιμανιού. Η επέμβαση λειτουργεί ως συνέχεια αλλά και ως παύση· μια σχισμή στον αστικό ιστό, που μετατρέπει την καθημερινή κίνηση σε χωρική αφήγηση, αποκαλύπτοντας τα σημάδια του χρόνου και προσφέροντας έναν τόπο αστικής ανάσας, μνήμης και συνομιλίας με το τοπίο.