Στη σύγχρονη εποχή γίνεται ολοένα και πιο επιτακτική η ανάγκη για μείωση του περιβαλλοντικού αποτυπώματος της ανθρώπινης δραστηριότητας, με ταυτόχρονη στροφή σε καθαρότερες μορφές ενέργειας. Ανάμεσα στις ρυπογόνες διεργασίες συγκαταλέγεται και η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, η οποία γίνεται κυρίως μέσω της καύσης ορυκτών καυσίμων, προκαλώντας σημαντική επιβάρυνση στο περιβάλλον. Η τεχνολογική πρόοδος των τελευταίων δεκαετιών στον τομέα των ΑΠΕ και ειδικότερα στο πεδίο των ανεμογεννητριών και των φωτοβολταϊκών στοιχείων, τις καθιστά πλέον αποδοτική και οικονομικά βιώσιμη λύση, όμως η αδυναμία αποθήκευσης της παραγόμενης ηλεκτρικής ενέργειας αποτελεί ανασταλτικό παράγοντα της διείσδυσης τους στο ενεργειακό μείγμα, οδηγώντας επομένως στην ανάγκη έρευνας για μεθόδους αποθήκευσης. Ταυτόχρονα, ένα νέο αντικείμενο έρευνας που αναπτύσσεται με γρήγορους ρυθμούς αφορά το πεδίο των ευφυών υλικών, τα οποία έχουν την ικανότητα να μεταβάλλουν τη συμπεριφορά τους ή ορισμένα χαρακτηριστικά τους με ελεγχόμενο τρόπο. Η δημιουργία τέτοιων υλικών περιλαμβάνει συνδυασμό αισθητήρων, επεξεργαστών και κατόπιν ενοποίηση τους με συμβατικά δομικά υλικά, με σκοπό την ανίχνευση περιβαλλοντικών ερεθισμάτων, όπως μεταβολές θερμοκρασίας και υγρασίας ή μηχανικών επιβαρύνσεων διατηρώντας όμως τη δομική τους ακεραιότητα. Η ύπαρξη μεγάλου όγκου τσιμεντοκονιάματος στις κατασκευές, το καθιστά μια εν δυνάμει αποθήκη ενέργειας, ενώ αντιστοίχως ως υλικό, το οποίο αποτελεί μέρος της δομής μιας κατασκευής μπορεί να χρησιμοποιηθεί και ως ενσωματωμένος αισθητήρας φυσικών μεγεθών, τα οποία περιγράφουν την τρέχουσα κατάσταση της. Με την παρούσα διπλωματική εργασία εξετάζεται το εάν οι ζεόλιθοι ως στοιχείο πρόσμιξης σε τσιμεντοκονιάματα, έχουν τη δυνατότητα να προσδώσουν σε αυτά χρήσιμες ηλεκτρικές ιδιότητες, με σκοπό την αποθήκευση ηλεκτρικής ενέργειας, ή τη χρήση τέτοιων δομών ως διατάξεις αισθητήρων θερμοκρασίας και υγρασίας.